- ομβρικός
- (I)ὀμβρικός, -ή, -όν (Α) [όμβρος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όμβρο, βροχερός.————————(II)-ή, -ό (Α ὀμβρικός, -ή, -όν) [Όμβριος]1. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Ομβρικοί και Όμβροιλαός τής Ιταλικής Χερσονήσου που κατοικούσε στην περιοχή ανάμεσα στην Κοιλάδα τού Πάδου και στο Πικεντικόν και που τον 4ο π.Χ. αιώνα συρρικνώθηκε στην περιοχή που έλαβε την ονομασία Ομβρική ή Ομβρία2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Ομβρικήη χώρα τών Ομβρικών3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παραπάνω λαό και στη χώρα τουνεοελλ.φρ. α) «ομβρική γη» — η όμβραβ) «ομβρική διάλεκτος» — διάλεκτος η οποία μαζί με την οσκική, τη λατινική και άλλες διαλέκτους τής κεντρικής Ιταλίας αποτελεί την ιταλική ομάδα τής οικογένειας τών ινδοευρωπαϊκών γλωσσών.
Dictionary of Greek. 2013.